εξεταστής

εξεταστής
ο , εξετάστρια η экзаменатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξεταστής" в других словарях:

  • ἐξεταστής — examiner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεταστής — ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) [εξετάζω] νεοελλ. 1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ. 2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους αρχ. μσν. κριτής, δικαστής αρχ. 1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών 2. (στην Αθήνα)… …   Dictionary of Greek

  • εξεταστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εξετάζει, που κάνει εξέταση (σπουδαστών). 2. αυτός που ελέγχει τους άλλους, ελεγκτής: Εξεταστή σε βάλανε για το τι κάνω εγώ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξετασταῖς — ἐξεταστής examiner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξετασταί — ἐξεταστής examiner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστοῦ — ἐξεταστής examiner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστῇ — ἐξεταστής examiner masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστήν — ἐξεταστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστῶν — ἐξεταστής examiner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστά — ἐξεταστά̱ , ἐξεταστής examiner masc nom/voc/acc dual ἐξεταστής examiner masc voc sg ἐξεταστής examiner masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστάς — ἐξεταστά̱ς , ἐξεταστής examiner masc acc pl ἐξεταστά̱ς , ἐξεταστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»